''ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΕΣ''




-Τί λαλείς μαύρε κόκορα;

-Με’φαγε η πόντζιο.

-Πού είναι η πόντζιο;

-Πάει στο Λόγγο!

-Πού είναι ο Λόγγος;

-Τον έκαψε η φωτιά.

-Πού είναι η φωτιά;

-Την έσβησε το νερό.

-Πού είναι το νερό;

-Το ήπιανε τα βόδια.

-Πού είναι τα βόδια;

-Στο κεχρί!

-Πού είναι το κεχρί;

-Το’φάγαν τα πλιά.

-Πού είναι τα πλιά;

-Στον ουρανό!’’

(μικρή όταν ήμουν η γιαγιά μου,μου το'λεγε συνέχεια για να κοιμηθώ!κάποιοι ίσως το΄χετε ακούσει από τις μαμάδες ή τις γιαγιάδες σας..)

- η πόντζιο = η αλεπού
- ο Λόγγος = πυκνό δάσος
- το κεχρί = τροφή πουλιών
 
 
 


Ανέκδοτα του χωριού μας

Η φουστανέλλα
Εμένα που μι βλέπ’ς σαν ήμ’να γαμπρός, φόραγα τσ’ φουστανέλλες... Φορούσαμι τότες τ’ν Ελληνική φορεσά : γιλέκι σταυρουτό, μι κουμπιά κι στου κεφάλ’ σκούφια στολιστή, χρυσή. Είχι λοιπόν η μάνα μ’ τη δ’κή μ’ τη φ’στανέλλα, μι 400 λόξες, να στεγνώσ’ κι ναν τη σιδερώσ’. Μα βρήκαμι τα λαγγιόλια κουμμένα. -«Κάποιους τά’κουψι ‘πίτηδες, για να μι κάμ’ κακό». –«Ποιός ξερ’,μου λέει η μάννα μ’,... μη τη φουράς τη φ’στανέλλα, γιατί σ’όκαμαν μάγια». Ιγώ δεν έδουσα σημασία και τ’φόρεσα. Λοιπόν, το κακό έγινε! Ξέρ’ς τί έπαθα; -Τι;- Έκαμα στη σειρά ιφτά δυχατέρες!!! (αφηγητής Βασίλης Φούντας)



Οι σταλαματιές
Στις αρχές του 1952, συνάντησα στο δρόμο απ’ τα μαντριά για το χωριό, στα Παλιοχώραφα ,την Κ-Κ. που πήγαινε για τα Κ’λούρια στα μαντριά της. Μόλις άρχιζε να ψιχαλίζει,κι εγώ μικρό παιδί ακόμα, τη ρώτησα : - Τι λές θειά, προλαβαίνω να σώσω στο χωριό πριν γίνω μούσκεμμα; Κι εκείνη μου απάντησε: -Άει δεν πράζει μάνα μ’ και να σε πιάσ’ βροχή, αδύνατος είσ’ εσύ, περνάς ανάμεσα απ’ τς σταλαματιές!...
(Αφήγηση: Βασίλης Χ. Στάμος)





 
  • Στα παλια χρόνια, πήγαν μια μέρα  δυο αδέρφια στο σχολείο στο Βαθύλακκο με δεμένα τα κεφάλια. Ρωτάει ο δάσκαλος ο Μπαλτάς « γιατί παιδιά τι πάθατε;» - « να κύρ’ έφ’γει η μάνα μας για το χωράφ’ κι μας άφ’κε δυο κομποτόρες να φάμε, κι εκείνος πήρε την τρανή!!
  • Τότε που τα πιάτα ήταν λιγοστά και ‘λουμινένια, τσακώνομασταν ποιός θα τα πρωτοπάρει για να φάει. Μιά μέρα ‘μεις τα παιδιά πιαστήκαμε στα χέρια τα κοπανήσαμε στα κεφάλια μας, όχι εγώ- όχι εσύ θα το παρ’ς, στο τέλος πάει το πιάτο τρύπ’σε, και βάλαμε τα κλάματα.......
  • Ήταν άρρωστος κάποτε ο πατέρας μας, κι εμείς τα παιδιά πήγαμε να τον δούμε. Όλα τ’αδέρφια μαζί πες πες, (είχαμε και καιρό να βρεθούμε όλοι μαζί), ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια! Σ’κώνεται τότε κι ο πατέρας μας με τα χέρια στη μέσ’ και μας λέει : - ορέ καλά π΄αρρώστ’σα κι εγώ κι ήρθατε και ξεντερτιάσατε! Τού’παμε λοιπόν μ’ένα στόμα:- Καλά νά’σαι πατέρα, άμα ξαναρρωστήσεις να ξανά’ρθουμε!!!
  • Να και μια παροιμιώδη φράση πού’λεγε συγχωριανός μας: « Ακούς γαμώτο σου, αδερφές εσείς και να μη μαλώνετε!»
  • Και ο λόγος μιας γιαγιάς με πείρα της ζωής όταν σχολίαζε ανθρώπους που δε σέβονταν τις θρησκευτικές μας παραδόσεις περί νηστείας: « Έχει παιδί μ’ το σκυλί Τετράδη;»






 ΑΠΕΙΚΑΣΤΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ (ΤΙ ΕΙΝΑΙ;)    
*Έχω ένα βαρελάκι πού’χει δυο λογιών κρασάκι.
*Τριγύρω στο σπιτάκι μας βλάχοι ξεφωρτωμένοι.
*Μια πρατίνα ρούντα- ρούντα, τη σάρα περνά και πέτρα δεν κυλά.

*Aπό πάνω σα σκαφίδι, από κάτω σαν πλαστήρι και στη μέση κρεατάκι.


*Tη σαλιώνω, την κορδώνω και στον κώλ.... της τη χώνω.

*Ανάμεσα σε δυο βουνά, κανόνι μπουμπουνίζει.

 *Δυό πατέρες και δυο γιοί, βγήκαν έξω κυνηγοί. Εσκοτώσαν τρείς λαγοί και πήραν από 

ένα. Πώς;

*Ο παπάς κι η παπαδιά, ο Γιάννης κι η Μαρία, τηγανίσαν έξι αυγά, και πήραν 

από τρία. Πώς;
 
*Ανεβαίνει κατεβαίνει και χωρίς να φάει παχαίνει.
*Της βάβως μου τ’άσπρο πουκάμισο καμμιά ραφή δεν έχει.
*Ένα ταψάκι βούτυρο, όλο τον κόσμο αλείβει.

*Του μιλώ και μου μιλά, τραγουδώ και τραγουδά.

*Xαλκωτού και χαλκωτό κι από μέσα απ’το μαλλί είναι μια καρδιά καλή.

*Άσπαρτο κι αφύτευτο και στο σακκί δεμένο.

*Άγουρο τρώγεται, μαγειρεμένο όχι.

*Από κοντά σου έρχομαι, μα ψωμί  δε σου γυρεύω.

*Καλοτρύπητη τσατσάρα και στου βασιλιά την τάβλα.

*Εδώ φωλιάζει η κότα μου και πέρα κει γεννάει.
      




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου